αλάργεμα

αλάργεμα
το [αλαργεύω]
1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλάργεψη — η [αλαργεύω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργάρισμα — το [αλαργάρω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργεμός — ο [αλαργεύω] το αλάργεμα …   Dictionary of Greek

  • αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] …   Dictionary of Greek

  • αλλάργα — αλλάργεμα, αλλαργεύω κ.λπ. βλ. αλάργα, αλάργεμα, αλαργεύω κ.λπ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”